πιπ, το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ. από τον ήχο της πορδής], η πορδή: «μέσα στην ησυχία ακούστηκε ένα πιπ και σε λίγο βρομοκόπησε ο τόπος»·
- κάνω πιπ, κλάνω: «όποιος έκανε πιπ να σηκώσει το χέρι του». Συνών. κάνω πριτ.